- λαθρακιάζω
- 1. (για ξύλο) σαπίζω2. (για πρόσ.) καταβάλλομαι, αδυνατίζω πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθράκιασμα — το [λαθρακιάζω] 1. (για ξύλο) σάπισμα, σήψη 2. (για πρόσ.) σωματική εξάντληση, μεγάλη αδυναμία, κατάπτωση … Dictionary of Greek